ὡρολογίου

ὡρολογίου
ὡρολόγιον
an instrument for telling the time
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 10-я византийская малая хроника — 10 я византийская малая хроника  выписки из некой, в настоящее время утерянной, рукописи. Названа по изданию П. Шрайнера, где эта хроника приведена под номером 10. Сохранилась в виде пометок на рукописи XII в.[1][2] Содержит 11 заметок,… …   Википедия

  • δίκτυο — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος στα πλάτη μας. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Δοράδας, του Ωρολογίου, του Ύδρου και του Ιπτάμενου Ιχθύος. Ονομάστηκε έτσι το 1763 από τον Λακάγ, προς τιμήν του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • ηριδανός — I Ονομασία ποταμών κατά την αρχαιότητα. 1. Ποταμός της Αττικής. Πήγαζε από τον Υμηττό και κατέληγε στον Ιλισό. Ο Παυσανίας αναφέρει πως τα νερά του ήταν τόσο ακάθαρτα ώστε τον απέφευγαν ακόμη και τα ζώα. Τμήματα της αρχαίας κοίτης του… …   Dictionary of Greek

  • ιώτα — και γιώτα, το (Α ἰῶτα, τὸ) άκλ. το δέκατο γράμμα τού ελλ. αλφαβήτου (ι, Ι) αρχ. 1. (σε παροιμ. έκφρ.) για πολύ μικρό πράγμα, το πιο μικρό γράμμα («ἰῶτα ἕν... οὐ μὴ παρέλθη», ΚΔ) 2. πάπ. γραμμή ηλιακού ωρολογίου 3. σύμβολο τού ονόματος Ιησούς,… …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • τριτωνίσκος — ὁ, Α μικρή αναπαράσταση Τρίτωνος σε δίσκο ηλιακού ωρολογίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀστερ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική …   Dictionary of Greek

  • ύδρος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των δύο Νεφών του Μαγγελάνου, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηριδανού, της Τουκάνας, του Οκτάντος, της Τραπέζης, της Δοράδος, του Δικτύου και του Ωρολογίου. Ο λαμπρότερος… …   Dictionary of Greek

  • Αυλώνος, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (5.238 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (5.379 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”